ἐπικλιβάνιος

ἐπικλιβάνιος
ἐπικλῑβάνιος [ᾰ], ον,
A at or presiding over the oven, θεά Carnead. ap. S.E.M.9.185.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικλιβάνιος — at masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”